θαυμαστοῦ

θαυμαστοῦ
θαυμαστής
admirer
masc gen sg
θαυμαστός
wonderful
masc/neut gen sg
θαυμαστόω
magnify
pres imperat mp 2nd sg
θαυμαστόω
magnify
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • дивьныи — (307) пр. Дивный, удивительный, необыкновенный: славѩще б҃а творѩщааго вели˫а и дивьна˫а чюдеса ЧудН XII, 68а; оле дивьна и преславьна дѣла сѹть б҃жи˫а. СбТр XII/XIII, 15; дивна речени˫а твоеѩ мудрости. КР 1284, 354в; и дѡброта дивна есть. Там же …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • υπερφυΐα — ἡ, Α [ὑπερφυής] η ιδιότητα τού υπερφυούς, τού θαυμαστού («τῇ τε τῶν πυραμίδων μεγαλειότητι καὶ ὑπερφυΐᾳ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Διήγησις ωραιοτάτη — Τίτλος ποιήματος που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Ο πλήρης τίτλος του είναι Διήγησις ωραιοτάτητου θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου.Σώζεται σε τρεις παραλλαγές: α) της Βιέννης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… …   Dictionary of Greek

  • Μπράιτινγκερ, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochan Jakob Breitinger, Ζυρίχη 1701 – 1776). Ελβετός λόγιος. Υπήρξε συνεργάτης και φίλος του Μπόντμερ, με τον οποίο δημιούργησε τη λεγόμενη «ελβετική σχολή», που στον τομέα της αισθητικής υποστήριζε την ανάγκη ενός πλατύτερου ορίζοντα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”